αγάλαξ

αγάλαξ
ἀγάλαξ (-ακτος), ο, η (Α)
αγάλακτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγάλακτος — και αγάλατος, η, ο (Α ἀγάλακτος, ον και ἀγάλαξ, ο, η) αυτός που δεν παρέχει γάλα νεοελλ. (για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε αρχ. αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάλα] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”